- επουριάζω
- ἐπουριάζω (Α)1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.)2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω, αμάρτυρος τ. (< ούριος < ούρος «ευνοϊκός άνεμος»)].
Dictionary of Greek. 2013.